- παραπίπτω
- ΝΜΑπέφτω παράμερα, παραπέφτω, χάνομαι («ἡ ἀκολουθία τοῡ ἁγίου... παραπεσοῡσα οὐχ εὑρίσκετο», Ευστ.)μσν.-αρχ.αμαρτάνωαρχ.1. πέφτω κοντά ή δίπλα σε κάποιον ή σε κάτι («ἐγγὺς δὲ τῶν τειχῶν τὸ σῶμα... παραπεπτωκός», Πλούτ.)2. έρχομαι παραπλεύρως, στέκομαι δίπλα («οἱ μὲν γὰρ ἰχθύες ὀχεύουσι παραπίπτοντες καὶ ἀπολύονται ταχέως», Αριστοτ.)3. μαθημ. εφαρμόζομαι4. πέφτω στον δρόμο κάποιου, συμπίπτω, συναντώ (α. «σκοποῡντες καιρὸν εἴ τις παραπέσοι ὥστε τοὺς ἄνδρας σῶσαι», Θουκ.β. «ὧν καὶ παραπεσόντων κατὰ βοήθειαν», Πολ.)5. συμβαίνω («θαυμαστὸν κτῆμα παραπεσεῑν τοῑς Ἕλλησιν», Πλάτ.)6. εισβάλλω, εισορμώ7. κάνω σφάλμα, πλανώμαι («τοῑς δ' ὅλοις πράγμασιν ἀγνοεῑν ἔφη καὶ παραπίπτειν αὐτόν», Πολ.)8. ξεφεύγω, απομακρύνομαι9. παρασύρομαι («καὶ παραπεσόντας πάλιν ἀνακαινίζειν εἰς μετάνοιαν», ΚΔ)10. θωπεύω, κολακεύω11. αστρολ. βρίσκομαι σε δυσμενή θέση σε αναφορά με κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + πίπτω «πέφτω»].
Dictionary of Greek. 2013.